- μοναχικός
- μοναχικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοναχικός — ή, ό (ΑΜ μοναχικός, Μ και μοναχιχός, ή, όν) [μοναχός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε μοναχό, ο μοναστικός («περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα») νεοελλ. 1. απόμερος, απομονωμένος («μοναχικό σπίτι») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε… … Dictionary of Greek
μοναχικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε μοναχούς, μοναστικός, καλογερίστικος: Μοναχικός βίος. 2. αυτός που είναι μόνος, απομονωμένος: Αγόρασε ένα μοναχικό σπίτι για να περνάει τα καλοκαίρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοναχικά — μοναχικός of neut nom/voc/acc pl μοναχικά̱ , μοναχικός of fem nom/voc/acc dual μοναχικά̱ , μοναχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχικῶν — μοναχικός of fem gen pl μοναχικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχικόν — μοναχικός of masc acc sg μοναχικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχικοῖς — μοναχικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχικοῦ — μοναχικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχικούς — μοναχικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχικῆς — μοναχικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχικῇ — μοναχικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)